φιλόσπονδος
English (LSJ)
φιλόσπονδον, used in drink offerings, φιλοσπόνδου λιβός, of libations, A.Ch.292.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami des libations, qui sert aux libations.
Étymologie: φίλος, σπονδή.
German (Pape)
Trankopfer, Spende liebend, dabei gebräuchlich, Aesch. Ch. 290.
Russian (Dvoretsky)
φιλόσπονδος: употребляемый для возлияний (* λίψ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόσπονδος: -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς τὰς σπονδάς, φιλοσπόνδου λιβός, ἐπὶ σπονδῆς, Αἰσχύλ. Χο. 292.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που χρησιμοποιείται σε σπονδές («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος].
Greek Monotonic
φῐλόσπονδος: -ον, αυτός που χρησιμοποιείται στην προσφορά σπονδών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φῐλό-σπονδος, ον,
used in drink-offerings, Aesch.