φλεβόκομβος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ο, Ν
(ανατ.-φυσιολ.) σωρός ειδικών μυοκαρδιακών κυττάρων κατά μήκος της τελικής αύλακας της επιφάνειας του δεξιού κόλπου της καρδιάς από τον οποίο εκπορεύονται ειδικές ίνες, που φέρονται προς τα κάτω, υπό το επικάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + κόμβος.