φλεκτήρας
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
ο, Ν
αναφλεκτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω + κατάλ. -τήρας].
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ο, Ν
αναφλεκτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω + κατάλ. -τήρας].