φραίνω

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

Ν
ευφραίνω, χαροποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραίνω, με σίγηση του αρκτικού άτονου / ε / (πρβλ. εὑρίσκω: βρίσκω)].