φρατρίζω

English (LSJ)

= φρατριάζω, Crater.4, IG22.1237.37.

German (Pape)

[Seite 1303] = φρατριάζω, VLL.

Russian (Dvoretsky)

φρᾱτρίζω: Lys. = φρατριάζω.

Greek (Liddell-Scott)

φρᾱτρίζω: μέλλ. -ίσω, = φρατριάζω, Φώτ., Ἁρποκρ., κλπ.˙ πρβλ. φρατριάζω.

Greek Monolingual

Α φρατρία
φατριάζω.