φυλλάδιο
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
το, Ν φυλλάς / -άδα]
1. τεύχος εγκυκλοπαίδειας ή περιοδικού
2. μικρό τεύχος συγγράμματος
3. ολιγοσέλιδη ενημερωτική ή διαφημιστική έκδοση
4. ατομικό βιβλιάριο («ναυτικό φυλλάδιο»).