φυτευτέον
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
one must plant, ib.3.3.2: neut. pl. φυτευτέα Poll.1.226.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φυτεύω, δεῖ φυτεύειν, Γεωπον. 3. 3, 2· ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ., φυτευτέα Πολυδ. Α΄, 226.