φυτεύσιμος
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
φυτεύσιμον, fit for planting or for rearing trees, D.S.1.36.
German (Pape)
[Seite 1319] ον, zur Pflanzung, Baumzucht geschickt, γῆ, D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
φῠτεύσῐμος: пригодный для насаждений (γῆ Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
φῠτεύσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς φύτευσιν ἢ φυτείαν, Διόδ. 1. 36.
Greek Monolingual
-η, -ο / φυτεύσιμος, -ον, ΝΜΑ φύτευσις
κατάλληλος για φύτευση.