φυτεύσιμος

English (LSJ)

φυτεύσιμον, fit for planting or for rearing trees, D.S.1.36.

German (Pape)

[Seite 1319] ον, zur Pflanzung, Baumzucht geschickt, γῆ, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

φῠτεύσῐμος: пригодный для насаждений (γῆ Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠτεύσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς φύτευσιν ἢ φυτείαν, Διόδ. 1. 36.

Greek Monolingual

-η, -ο / φυτεύσιμος, -ον, ΝΜΑ φύτευσις
κατάλληλος για φύτευση.