φωκίδες
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια θαλάσσιων-αμφίβιων πτερυγιόποδων θηλαστικών, στην οποία ανήκουν οι φώκιες και η οποία περιλαμβάνει 18 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phocidae].