φωκαϊκός

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

-ή, -ό / φωκαϊκός, -ή, -όν, ΝΑ Φώκαια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φώκαια, αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, ή αυτός που προέρχεται από αυτήν την πόλη
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Φωκαϊκή
η χώρα τών Φωκαέων, η Φώκαια.