φώνηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / φώνησις, -ήσεως, ΝΑ φωνῶ
παραγωγή φωνής
νεοελλ.
1. φυσιολ. το σύνολο τών ανατομοφυσιολογικών διεργασιών που συντελούν στην παραγωγή της φωνής και, γενικότερα, του λόγου
2. ζωολ. τρόπος επικοινωνίας τών ζώων, που βασίζεται στην εκπομπή και λήψη παλμών ηχητικής, υποηχητικής ή υπερηχητικής συχνότητας.