χάλαβρο

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
σωρός από βράχια που κατρακύλησαν από βουνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. χαλαβρός, παρλλ. του επιθ. χαλαρός (βλ. και λ. χάρβαλο)].