χᾰμαλός: -ή, -όν, πιθανῶς πλημμελ. γραφ. ἀντὶ χαμηλός, Στράβ. 451.
-ή, -όν, Α(πιθ. γρφ.) βλ. χαμηλός.
v.l. für χαμηλός, Strab. 10.2.12.