χοντροσύνη
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του χοντρού
2. μτφ. βαναυσότητα, χυδαιότητα
3. παροιμ. φρ. «η πολλή χοντροσύνη δεν κάνει αγιοσύνη» — δηλώνει ότι η υποδούλωση στις γαστριμαργικές ορέξεις δεν οδηγεί στην αγιοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. -σύνη].