χορταποθήκη

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
αποθήκη χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ.Ν. Πιλάβιο].