χρηματιστικόν

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Russian (Dvoretsky)

χρημᾰτιστικόν: τό
1 Plat., Arst. = χρηματιστική;
2 торговый класс, дельцы Arst.