χρυσόπλεκτος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

και χρυσόπλεχτος, -η, -ο, Ν
πλεγμένος με χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπλέκω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χριστ. Περραιβό].