χωριστέον

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωριστέον Medium diacritics: χωριστέον Low diacritics: χωριστέον Capitals: ΧΩΡΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: chōristéon Transliteration B: chōristeon Transliteration C: choristeon Beta Code: xwriste/on

English (LSJ)

A one must separate, τι ἀπό τινος Pl.Plt. 303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1, cf. Iamb.Protr.21. κγ.
2 χωριστέος, χωριστέα, χωριστέον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.

Greek (Liddell-Scott)

χωριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χωρίζω, δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 326C.

Greek Monotonic

χωριστέον: ρημ. επίθ. του χωρίζω, αυτό που πρέπει να διαχωριστεί τί ἀπό τινος, σε Πλάτ.