ψαθυρότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, looseness of consistency, Arist.HA524b26, Pr. 928a10, Gal.6.799.

German (Pape)

[Seite 1389] ητος, ἡ, Zustand und Eigenschaft des ψαθυρός, Arist. H. A. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰθῠρότης: -ητος, ἡ, χαλαρότης συστάσεως, ἣ ἰδιότης τοῦ ψαθυροῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 21, Προβλ. 21. 11.

Russian (Dvoretsky)

ψᾰθῠρότης: ητος ἡ рыхлость, неплотность Arst.