ψαινύντες

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source

Greek (Liddell-Scott)

ψαινύντες: «ψωμίζοντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψωμίζοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι- του ψαίω, μέσω αμάρτυρου δευτερογενούς ενεστ. ψαι-νύ-ω].