ψακαστός

English (LSJ)

ψακαστή, ψακαστόν, dripping, μύρον Ephipp.26.

German (Pape)

[Seite 1390] adj. verb. von ψακάζω, getröpfelt, geträufelt, = στακτός, Ephipp. bei Ath. II, 48 c.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., σταλακτός, μύρον Ἔφιππος παρ’ Ἀθην. 48C (Meineke Προσθῆκαι εἰς 3. 340).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψακάζω
σταλαχτός («ψακαστὸν μύρον», Εφιππ.).