Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ψυχρόμετρο
Greek Monolingual
το, Ν (μετεωρ.) όργανο για τον προσδιορισμό της υγρομετρικής κατάστασης του ατμοσφαιρικού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychrometre (<ψυχρός+μέτρο), η οποία μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς.