ἀγάσυρτος
English (LSJ)
ὁ, 'swept and garnished' (σύρω), epithet given to Pittacus by Alc.37B, cf. D.L.1.81.
Spanish (DGE)
-ον
muy arrastrado, tirado, sucio, bajo de Pítaco, Alc.429.
• Etimología: De ἀγα- + raíz de σύρω.
German (Pape)
[Seite 9] nannte Alcaeus (frg. 6) den Pittakus nach Dio K, Laert. 1, 81, der es ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάσυρτος: ὁ, ἀσαφές τι ἐπίθ., ὅπερ ὁ Ἀλκαῖος (38) ἀποδίδει τῷ Πιττακῷ· Διογ. δὲ ὁ Λαέρ., 1, 81, ἑρμηνεύει αὐτὸ ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάσυρτος: предполож. крайне неопрятный (прозвище философа Питтака) Diog. L.