ἀγαθοέργημα
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοέργημα: τό, ἀγαθὸν ἔργον, Μεθόδ. σ. 322.
Spanish (DGE)
-ματος, τό buena acción Meth.Res.2.15.7.
ἀγαθοέργημα: τό, ἀγαθὸν ἔργον, Μεθόδ. σ. 322.
-ματος, τό buena acción Meth.Res.2.15.7.