ἀγαθόδωρος

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθόδωρος: -ον, εὐτυχίαν παρέχων Νικ. Παῦλ. ὕμ. εἰς ἅγ. Ὑάκινθ.

Spanish (DGE)

-ον
1 generoso, liberal ἀγαθόδωρον τοῦ θεοῦ πρόνοιαν Cat.Cod.Astr.9(2).113.30.
2 adv. ἀγαθοδώρως = generosamente, Cat.Cod.Astr.9(2).114.15.