ἀγανακτικῶς
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανακτικῶς: μετ’ ἀγανακτήσεως, «ἄνθρωπον πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον», Μαρκ. Ἀντων. ΙΛ, ιγ΄, ἔκδ. Κοραῆ. Εὐσ. ΙΙ. 1445D.