ἀγαπητρίς

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπητρίς: -ίδος, ἡ, = ἀγαπητή, συνείσακτος, γυνὴ συνοικοῦσα κληρικῷ, Βασίλ. Β, 813D.

Spanish (DGE)

-ίδος
pupila ref. las vírgenes συνείσακτοι Basil.M.30.813C, v. ἀγαπητός I 3.