ἀγγελοπρεπῶς

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγγελοπρεπῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα ἀγγέλῳ, Διονύσ. Ἀρεοπ. 181D.

Spanish

angélicamente