ἀγκίλιον

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκίλιον: -ου, τό, ἐκ τῆς Λατ. λέξ. ancile, εἶδος πέλτης, ἢ μικρᾶς ἀσπίδος, Πλούτ. Ι. 69Α. Λυδ. 44, 15. 20. 129, 11.

Spanish (DGE)

-ου, τό
lat. ancile, escudo mítico en forma de 8, Plu.Num.13.