ἀγορητός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορητός: μόνον τὸ ὑπερθ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχίῳ, «ἀγορητότατος», ὅπερ ἑρμηνεύει «λογιώτατος.»
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que no tiene más que palabrería, charlatán Hsch.s.u. ἀγορητότατος.
2 mercante ἀγορετοὺς ὁλκάδας EM α 187.