κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
ἀγρευτήριον: ψυχῶν, Θ. Στουδ. σ. 969 ἔκδ. Μι.
-ου, τό cepo, trampa Procop.Gaz.M.87.1269E.