ἀδιαμάσητος

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Spanish (DGE)

-ον
no masticado, crudo fig. ὁ ὀργιζόμενος ... ἀδιαμάσητα πάντα φθέγγεται Chrys.M.60.232.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαμάσητος: -ον, ὁ μὴ διαμασηθείς, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4, σ. 780.