ἀδικασία
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek (Liddell-Scott)
ἀδικασία: ἡ, ἀδικία, Σύμμ. Ψ. 54, 10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
injusticia, maldad ἐθεώρησα βίαιον ἀδικίαν καὶ ἀδικασίαν Sm.Ps.54.10 (ap.crít. = Eus.M.23.480B), ἀντιλογία δὲ ἦν ἐν αὐτοῖς καὶ ἀ. Eus.M.23.480B.