ἀκακοποιός

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰκοποιός: -όν, ὁ μηδὲν κακὸν ποιῶν, Ἰω. Χρυσ.

Spanish (DGE)

-όν no maléfico, benigno ὁ τρόπος Chrys.M.59.727.