ἀκαταλλάκτως

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταλλάκτως: непримиримо (πολεμεῖν Dem.): ἀ. πρός τινα ἔχειν Polyb. непримиримо относиться к кому-л.

Spanish

irreconciliablemente