ἀκρύσταλλος

English (LSJ)

ἀκρύσταλλον, free from ice, χώρη Hdt.2.22.

Spanish (DGE)

-ον que no sufre heladas χώρη Hdt.2.22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans glace.
Étymologie: , κρύσταλλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκρύσταλλος -ον [ἀ-, κρύσταλλος zonder ijs, zonder vorst.

German (Pape)

χώρη, ohne Eis, Her. 2.22.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρύσταλλος: никогда не покрывающийся льдом (ἄνομβροςχώρη καὶ ἀ. Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρύσταλλος: ἄνευ κρυστάλλου, πάγου, ἡ χώρη, Ἡρόδ. 2.22.

Greek Monolingual

-ον κρύσταλλος
αυτός που δεν έχει κρυστάλλους, πάγο, ο μη παγωμένος.

Greek Monotonic

ἀκρύσταλλος: -ον, αυτός που δεν έχει πάγο, ἡ χώρη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

free from ice, ἡ χώρη Hdt.