ἀλέασθαι

English (LSJ)

ἀλέασθε, v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.

Spanish (DGE)

v. ἀλεύω.

German (Pape)

[Seite 93] s. ἀλεύω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. épq. de ἀλέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέασθαι ep. inf. aor. van ἀλέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.

English (Autenrieth)

see ἀλέομαι.

Greek Monotonic

ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.