ἀλαβάστρινος

English (LSJ)

η, ον, of alabaster, ἔργα PRyl.92.1 (ii/iii A. D.).

Spanish (DGE)

-η, -ον
alabastrino, de alabastro πιθά(κναι) PDryton 39.1 (II a.C.), ὅλμιν BGU 1666.12 (I d.C.), τράπεζα POxy.2058.25 (VI d.C.), λίθος Zos.Alch.113.11
subst. τὰ ἀλαβάστρινα canteras de alabastro, PRyl.92.1 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλαβάστρινος, -η, -ον) [ἀλάβαστρο(ν)]
ο κατασκευασμένος από αλάβαστρο
νεοελλ.
ο όμοιος με αλάβαστρο, λείος και λαμπερός.