λαμπερός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ λαμπερός, -ή, -όν) λάμπω
1. αυτός που εκπέμπει λάμψη, ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός
2. φωτεινός, ηλιόλουστος
μσν.
μτφ. περιφανής.
-ή, -ό (Μ λαμπερός, -ή, -όν) λάμπω
1. αυτός που εκπέμπει λάμψη, ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός
2. φωτεινός, ηλιόλουστος
μσν.
μτφ. περιφανής.