ἀληθολογία
From LSJ
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
estudio de la verdad ἐτυμολογία ... ὡς ἄν τις εἴποι ἀ. Sch.D.T.14.26, cf. Zonar.s.u. ἐτυμολογία; cf. ἀληθινολογία.
-ας, ἡ
estudio de la verdad ἐτυμολογία ... ὡς ἄν τις εἴποι ἀ. Sch.D.T.14.26, cf. Zonar.s.u. ἐτυμολογία; cf. ἀληθινολογία.