ἀλλήγορος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ἀλλήγορον, allegorical, Et.Gud.515.42. Adv. ἀλληγόρως = allegorically, Anon. (fort. Tz.)ap. Sch.A.Pr.428.
Spanish (DGE)
-ον
1 alegórico, Et.Gud.s.u. συνήγορος.
2 adv. ἀλληγόρως = interpretando alegóricamente γνῶθι τοῦτ' ἀλληγόρως Anon.(¿Tz.?) en Sch.A.Pr.428.
Greek Monolingual
ἀλλήγορος, -ον ο αλληγορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + -ήγορος (< ἀγορά)
το -η- του β' συνθετικού σύμφωνα με τον νόμο «της εκτάσεως εν συνθέσει» του Wackernagel Στον Chantraine ο τ. απαντά ως ἀλληγόρος].