συνήγορος
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
(Aeol., etc. συνάγορος [ᾱ] IG12(2).526b28 (Eresus, iv B.C.), etc.), ον, (ἀγορά)
A speaking with, of the same tenor with, μαντεῖα καινὰ τοῖς πάλαι ξυνήγορος S.Tr.1165:—as substantive, one who agrees with another, συνήγορόν μ' ἔχεις A.Ag.831.
II advocate, ἐάν τις . . σ. ὢν λαμβάνῃ χρήματα ἐπὶ ταῖς δίκαις ταῖς ἰδίαις ἢ δημοσίαις Lex ap.D.46.26:
1 public advocate, chosen by the state, e.g. at Athens, to defend laws against proposed changes before the νομοθέται, D.24.36; or to conduct public prosecutions, Ar.Ach.715 (troch.), Eq.1358, V.482 (troch.), Decr. ap. Plu.2.833f; also ten appointed by lot annually to represent the state at the εὔθυναι of magistrates, Arist.Ath.54.2; two appointed by εἰσαγωγεῖς in connection with assessments of tribute, IG12.63.8 (dub.); in Boeotia the magistrates in charge of the εὔθυναι were called συνήγοροι, ib.7.303.26 (Oropus), cf.Arist.Pol.1322b11.
b συνήγορος τοῦ ἱερωτάτου ταμιείου = Lat. advocatus fisci, Ath.Mitt.25.124 (Lydia, ii/iii A.D.); συνήγορος τοῦ ἐν Φρυγίᾳ ταμιείου καὶ τοῦ ἐν Ἀσίᾳ IGRom.4.819 (Hierapolis).
2 private advocate, D.21.127, 59.14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui parle avec ou comme, qui s'accorde avec, τινι;
2 qui parle ou plaide pour, défenseur, avocat;
3 avocat public chargé de défendre les lois, ou de recevoir les comptes des magistrats et fonctionnaires.
Étymologie: σύν, ἀγορά.
German (Pape)
mitsprechend, übereinstimmend; μαντεῖα καινὰ τοῖς πάλαι ξυνήγορα, Soph. Trach. 1155. Bes. der zu Jemandes Verteidigung vor Gericht das Wort führt, Anwalt in einem Rechtshandel, συνήγορόν μ' ἔχεις, Aesch. Ag. 805; Ar. Ach. 670, Eq. 1355 und öfter, und in Prosa, wie Dem. 24.36; Luc. Tox. 26 und öfter, und Plut. – Nach Arist. Pol. 6.8 in einigen Staaten = εὔθυνοι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνήγορος -ον, Att. ook ξυνήγορος (σύν, ἀγορά) instemmend; Aeschl. Ag. 831; overdr. in overeenstemming met, met dat.. Soph. Tr. 1165. subst. openbare advocaat, die de staat vertegenwoordigde in rechtszaken, m. n. als openbare aanklager.
Russian (Dvoretsky)
συνήγορος: ὁ
1 заступник, единомышленник: καὶ φημὶ ταὐτὰ καὶ συνήγορόν μ᾽ ἔχεις Aesch. я говорю то же самое, и в моем лице ты имеешь заступника;
2 судебный защитник Dem.;
3 синегор (член прокурорского надзора, выступавший в качестве защитника действующих законов в случае внесения новых законопроектов Dem., в качестве государственного обвинителя Plut. или в качестве государственного контролера Arst.).
говорящий заодно, подтверждающий (τοῖς πάλαι μαντείοις Soph.).
Greek Monolingual
ο, η / συνήγορος, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, -ον, Α
ως ουσ.
1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια
2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου
νεοελλ.
(νομ.) ο νομικός παραστάτης τών διαδίκων, του κατηγορουμένου ή του πολιτικού ενάγοντος (α. «συνήγορος υπεράσπισης» β. «συνήγορος πολιτικής αγωγής»)
αρχ.
1. αυτός που συμφωνεί με κάποιον άλλο («μαντεῖα καινὰ τοῖς πάλαι ξυνήγορα», Σοφ.)
2. ως ουσ. (στην Αθήνα) α) άρχων υποστηρικτής τών παλαιών νόμων ενώπιον τών νομοθετών
β) δημόσιος κατήγορος
3. στον πληθ. oἱ συνήγοροι
α) (στην αθηναϊκή πολιτεία) δέκα άρχοντες βοηθοί τών δώδεκα λογιστών, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την άσκηση ελέγχου στους άρχοντες που δαπάνησαν δημόσια χρήματα
β) (στη Βοιωτία) άρχοντες που φρόντιζαν για τις ευθύνες τών αρχόντων
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνήγορον- (για την Αγία Τριάδα) ενιαία υπόσταση
5. φρ. «συνήγορος τοῦ ταμείου» — αυτός που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της πόλης κατά τις τελωνιακές δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος, παρ-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα συνθ. σε -ήγορος (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. της λ. ἀγορά «συνάθροιση», αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. δικηγόρος, κατήγορος].
Greek Monotonic
συνήγορος: -ον (ἀγορά),
I. αυτός που συμφωνεί με κάποιον, σύμφωνος, σε Σοφ.
II. ως ουσ., αυτός που συνηγορεί υπέρ κάποιου, που υπερασπίζεται την υπόθεση κάποιου στο δικαστήριο, συνήγορος, δικηγόρος, σε Αισχύλ.· στην αρχαία Αθήνα οι συνήγοροι διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες·
1. δημόσιοι συνήγοροι, δέκα από τους οποίους διορίζονταν κατ' έτος προκειμένου να αντιπροσωπεύουν την πόλη, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.
2. ιδιωτικοί συνήγοροι (που ονομάζονταν και δικηγόροι), στους οποίους απαγορευόταν η είσπραξη αμοιβής, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συνήγορος: -ον, (ἀγορὰ) σύμφωνος, μαντεῖα καινὰ τοῖς πάλαι ξυνήγορα, ἐπικυροῦντα τὰ παλαιά, Σοφ. Τραχ. 1165. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, ὁ ὑπερασπίζων αὐτόν, ῥήτωρ βοηθός, ξυνήγορόν μ’ ἔχεις Αἰσχύλ. Ἀγ. 831˙ ― ἐν Ἀθήναις οἱ συνήγοροι ἦσαν δύο εἰδῶν, 1) δημόσιοι συνήγοροι, ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τῆς πόλεως ὅπως ὑπερασπίζωσι τοὺς νόμους ἐναντίον προτεινομένων μεταβολῶν ἐνώπιον τῶν νομοθετῶν, Δημ. 711. 19˙ ἢ πρὸς διεξαγωγὴν εἰσαγγελίας (ἔνθα ὁ προσήκων ὅρος εἶναι κατήγορος), Ψήφ. παρὰ Πλουτ. 2. 833F· πρβλ. σύνδικος˙ ― δέκα τοιοῦτοι διωρίζοντο κατ’ ἔτος ὅπως ἀντιπροσωπεύωσι τὴν πολιτείαν κατὰ τὰς εὐθύνας τῶν ἀρχόντων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 407˙ ἐν δὲ Βοιωτίᾳ οἱ ἄρχοντες οἱ φροντίζοντες περὶ τῶν εὐθυνῶν ἐκαλοῦντο συνήγοροι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570. 26, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16˙ ― οἱ παρ’ Ἀττικ. συνήγοροι συχνάκις προσβάλλονται ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ., ἴδε Ἀχαρν. 705, 715, Ἱππ. 1358, Σφῆκ. 482. 2) ἰδιωτικοὶ συνήγοροι ἢ δικηγόροι καλούμενοι ὑφ’ ἑκατέρων τῶν διαδίκων ὅπως ὑποστηρίξωσι τὴν οἰκείαν ὑπόθεσιν ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων (ὁπότε τήν τε κατηγορίαν καὶ τὴν ὑπεράσπισιν οἱ κρινόμενοι ἔπρεπε νὰ ἀρχίσωσι), Δημ. 922, 21., 1349. 28· οὗτοι δὲν ἠδύναντο νὰ λάβωσι μισθόν, ἴδε συνηγορικὸς ΙΙ˙ ὁ Δημοσθένης ἀπήγγειλε τὸν περὶ τοῦ στεφάνου λόγον του ὡς συνήγορος τοῦ Κτησιφῶντος. ― Ἴδε Π. Σ. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 47 κἑξ.
Middle Liddell
συν-ήγορος, ον, ἀγορά
I. speaking with, of the same tenor with, Soph.
II. as substantive one who speaks with another, an advocate, Aesch.:—at Athens the συνήγοροι were of two kinds,
1. public advocates, ten being appointed annually to represent the state, Ar., Dem., etc.
2. private advocates, counsel, who were not allowed to take a fee, Dem.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συναγορεύω → σύν + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
advocate
Albanian: avokat; Arabic: محامي, محامية; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: advocaat, advocate, verdediger, verdedigster; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: avocat, avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: Rechtsanwalt, Rechtsanwältin, Verteidiger; Greek: συνήγορος; Ancient Greek: ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός; Hebrew: סנגור; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: cognitor, advocatus; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: адвокат, защитник, защитница; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: abogado, abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan