ἀλλοτέρμων
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ονος
adj. extraño, extranjero πλανῶμαι γῆν ἐπ' ἀλλοτέρμονα Ezech.58.
German (Pape)
[Seite 106] γῆ, fremdes Land, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτέρμων: ον· ἀλλοτέρμων γῆ, ἀλλοτρία, ξένη γῆ, Εὐσεβ. Εὐαγγ. πρ. 9, σ. 438.
Greek Monolingual
ἀλλοτέρμων (-ονος), ο (Α)
1. αυτός που έχει άλλο τέρμα
2. αλλότριος, ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + τέρμων.