ἀλογισταίνω

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογισταίνω: ἀνοήτως συλλογίζομαι, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 46.

Spanish (DGE)

razonar desatinadamente, desvariar ἵνα δὲ μή τινες ἀλογισταίνοντες ... εἴπωσι Iust.Phil.Apol.46.1.