ἀλογισταίνω

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογισταίνω: ἀνοήτως συλλογίζομαι, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 46.

Spanish (DGE)

razonar desatinadamente, desvariar ἵνα δὲ μή τινες ἀλογισταίνοντες ... εἴπωσι Iust.Phil.Apol.46.1.