ἀμαυρωτικός
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαυρωτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ προξενήσῃ ἀμαύρωσιν, ἁμαυρωτικὸς ὄψεως, Διοσκ. 2. 178 (179).
Léxico de magia
-όν invisible de personas ἀμαυρωτικὸν ἄνθρωπον ποιῆσαι para hacer invisible a un hombre N 4 1.1