ἀμφιίζομαι

English (LSJ)

sit upon, δίφρον Hp.Mul.2.114.

Spanish (DGE)

sentarse sobre δίφρον Hp.Mul.2.114.

Greek Monolingual

ἀμφιίζομαι (Α)
κάθομαι επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ἵζομαι].