ἀνάμικτος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμικτος: -ον, ὁ μὴ ἀναμεμιγμένος, Ὀριγέν. κατὰ Μαρκίωνος 3. σ. 78, Wetst.
Spanish (DGE)
-ον
mezclado Gr.Naz.M.35.616B, θροῦν καὶ βοῦν ... ἀνάμικτον Sch.A.Th.330M.