ἀνέαστος
English (LSJ)
ἀνέαστον, of land, unploughed, Str.11.4.3.
Spanish (DGE)
-ον no arado (para dejar en barbecho) de la tierra, Str.11.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέαστος: -ον, (νεάω) ἐπὶ γῆς, ἡ μὴ ἀροθεῖσα, ἀγεώργητος,
Greek Monolingual
ἀνέαστος, -ον (Α)
λέγεται για γη που δεν οργώθηκε, που έμεινε ακαλλιέργητη, χέρσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νεώ (-άω) «οργώνω»].