οργώνω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. -ώνω. Το ρ. έχει τη σημ. τών αρχ. ὀργῶ «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και ὀργάς «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός». Κατ' άλλη άποψη, το ρ. οργώνω έχει προέλθει με αφομοιωτική τροπή του αρκτικού ε- σε ο- από αμάρτυρο αρχικό τ. εργ-ώνω < ἔργον. Η τελευταία άποψη οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεση του ρήματος με την οικογένεια του έργο (βλ. και λ. οργάς, οργή)].