ἀναβεβλημένως
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
v. ἀναβάλλω A. 11.2.
German (Pape)
[Seite 181] aufgeschoben, langsam, Dion. H. de vi Dem. 54, Gegensatz ἐσπευσμένως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβεβλημένως: ἴδε ἀναβάλλω Β. Ι.